- ἐγκονίσασθαι
- ἐγκονί̱σασθαι , ἐγκονίομαιsprinkle sand over oneselfaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκονίομαι — ἐγκονίομαι (Α) κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek